Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
client clients

  Ουσιαστικό επεξεργασία

client (en)

  1. ο πελάτης
  2. (πληροφορική) η συντόμευση του client application
  3. (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που ζητά υπηρεσίες (πχ. πληροφορίες) από έναν εξυπηρετητή (server)
     αντώνυμα: server
    υπερώνυμα: (αρχιτεκτονική) client-server
    υπώνυμα: client-side, client application

Συνώνυμα επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό client clients
θηλυκό cliente clientes

client (fr)

  1. ο πελάτης
  2. (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που εξυπηρετείται από έναν εξυπηρετητή (serveur)

Συγγενικά επεξεργασία