Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεις < αρχαία ελληνική τρεῖς <πρωτοελληνική *trees < πρωτοελληνική *tréhes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tréyes (τρεις)

  Επίθετο επεξεργασία

τρεις αρσενικό ή θηλυκό, γενική: τριών (χωρίς παραθετικά)

  1. το αρσενικό και θηλυκό γένος του αριθμητικού επιθέτου τρία
    τρεις φίλοι και οι τρεις γυναίκες τους ξεκίνησαν για ταξίδι
    είναι τριών χρόνων

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία