Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κραχ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Krach (γδούπος, θόρυβος από τρίξιμο, τριγμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κραχ ουδέτερο άκλιτο

  1. η ραγδαία πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο, η οποία σημειώνεται αιφνίδια εξαιτίας οικονομικών και πολιτικών γεγονότων που προκαλούν αστάθεια και πανικό
  2. η αιφνιδιαστική κατάρρευση μιας επιχείρησης με μεγάλη οικονομική δύναμη
     συνώνυμα: πτώχευση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία