κάππαρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάππαρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάππαρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάππαρις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάππαρη θηλυκό
- φυτό είδος θάμνου
- γαστρονομία ο καρπός αυτού του θάμνου που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, συνήθως ως τουρσί