Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναβιβάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβιβάζω
  2. θα αναβιβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβιβάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αναβιβάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναβίβαση