διαστέλλομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{-el-}} {{δείτε|διαστέλλω|στέλνω|στέλλομαι}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < δια + στέλλομαι ===ρήμ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 06:57, 23 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Δείτε επίσης: διαστέλλω, στέλνω, στέλλομαι

Ετυμολογία

διαστέλλομαι < δια + στέλλομαι

ρήμα

διαστέλλομαι

  1. στη νεοελληνική χρησιμοποιείται κυρίως στο τρίτο πρόσωπο και σημαίνει ότι κάτι διογκώνεται, αυξάνεται, επεκτείνεται, εκτείνεται. (Στην αρχαία γλώσσα σήμαινε και στέλλομαι κάπου δια μέσω άλλων)
    τα αέρια διαστέλλονται όταν θερμαίνονται
    για να χαλαρώσει, πρέπει να διασταλεί (ή να διασταλθεί)

Κλήση

νεοελληνικού και αρχαίου τύπου του ρήματος

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  διαστέλλομαι 
Παρατατικός  διεστελλόμην 
Μέλλοντας  διασταλήσομαι, διαστελούμαι 
Αόριστος  διεστειλάμην, διεστάλην 
Παρακείμενος  διέσταλμαι 
Υπερσυντέλικος  διεστάλμην 
Συντελ.Μέλλ.

Συγγενικά

αντώνυμα

  Μεταφράσεις