Συνεισφορές χρήστη 2A02:587:4117:1B09:B52F:7ACF:52BC:72A7
Για τον 2A02:587:4117:1B09:B52F:7ACF:52BC:72A7 συζήτηση Καταγραφές φραγών καταγραφές global block log καταγραφές καταχρήσεων
16 Απριλίου 2020
- 01:0001:00, 16 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +31 dispersant https://www.metal.ntua.gr › ... Web results Mηχ. Προπαρασκευή και Εμπλουτισμός Μεταλλευμάτων και Βιομηχανικών Ορυκτών ΙΙ – Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών Θερμοδυναμική της επίπλευσης. γ) Αντιδραστήρια επίπλευσης: συλλέκτες για θειούχα και μη θειούχα μεταλλεύματα, καταβυθιστικά, ενεργοποιητικά, κροκιδωτικά, διασπορικά, αποσκληρυντικά του νερού, ρυθμιστικά ...
- 00:5700:57, 16 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +28 διασπορικός Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
- 00:5600:56, 16 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +133 Ν διασπορικός βλέπε ένωση της ελληνικής διασποράς με αυτό το επίθετο / διασπορικός για οποιασδήποτε μορφής διασπορά
- 00:5100:51, 16 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +22 διασπορέας →Μεταφράσεις: * {{en}} : {{τ|en|propagator}}, {{τ|en|dispersant}} Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
15 Απριλίου 2020
- 23:4123:41, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +231 παρ- →Ελληνικά (el): παρ- , παν- όταν το επόμενο συνθετικό αρχίζει από ρ, *: παρρυθμιστής Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 22:2122:21, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. −42 καταδιώκω Out to get - Idioms by The Free Dictionary // μεταφορικά πχ για ιο σημαίνει και καραδοκώ, υπάρχει και μεταφορική χρήση
- 22:2022:20, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +42 καταδιώκω Out to get - Idioms by The Free Dictionary
- 22:1922:19, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +29 καταδιώκω out to get
- 22:1822:18, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +120 ελλοχεύω underlie, συνήθης γραφή
- 22:1622:16, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +118 ελλοχεύω out to get = απόλυτη μετάφραση: καταδιώκω, ελεύθερη μετάφραση για περιπτώσεις: ελλοχεύω, καραδοκώ: Παραπομπή χρήσης: Seeker YouTube Now lung does the novel coronavirus
- 22:1122:11, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +98 ελλοχεύω (η σύνοψη επεξεργασίας αφαιρέθηκε)
- 12:1012:10, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +71 αποτυγχάνω →Μεταφράσεις: · ''επί του καθηκοντως'': {{τ|en|fail in one's duty}} (god: precosmic bearer of personhood as the first cause of the universe vs a metalogic processing algorithm within topological algebra) Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 11:5811:58, 15 Απριλίου 2020 διαφ. ιστορ. +18 χτένισμα →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό