Δείτε επίσης: εκ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ΕΚ < Ευρωπαϊκή Κοινότητα
  2. ΕΚ < Ένωση Κέντρου
  3. ΕΚ < Ένωση Κεντρώων
  4. ΕΚ < Εναέρια Κυκλοφορία

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ε.Κ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. αρχικά, μία από τις τρεις κοινότητες που ιδρύθηκαν σε ορισμένους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ και στη συνέχεια, το απλουστευμένο όνομα της μεγαλύτερης από αυτές τις τρεις κοινότητες, της ΕΟΚ
  2. παλαιότερο ελληνικό πολιτικό κόμμα υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (αντίπαλο κόμμα η ΕΡΕ)
  3. σύγχρονο ελληνικό πολιτικό κόμμα υπό τον Βασίλη Λεβέντη
  4. η κίνηση των αεροσκαφών στον αέρα, η εναέρια κυκλοφορία[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.