Δοξαρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δοξαρά < γενική ενικού του αρσενικού Δοξαράς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.ksaˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δο‐ξα‐ρά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔοξαρά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔοξαρά αρσενικό