Δαπόντε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαπόντε < γενική ενικού του αρσενικού Δαπόντες
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈpon.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐πόν‐τε
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαπόντε θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔαπόντε θηλυκό