Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΔΥΠΑ < Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.pa/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Δ.ΥΠ.Α. θηλυκό ακρωνύμιο

Δείτε επίσης επεξεργασία