Βαρέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βαρέλλα < γενική ενικού του αρσενικού Βαρέλλας
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒαρέλλα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΒαρέλλα αρσενικό