Δείτε τις παραλλαγές: ελληνικό: Α1, λατινικό: A1 - Αυτή η σελίδα είναι για το ελληνικό Α.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • για το μέγεθος τυπογραφικού χαρτιού → δείτε το λατινικό A1

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Α1 < Αυτοκινητόδρομος 1

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α1 αρσενικό αρκτικόλεξο

  • αυτοκινητόδρομος της Ελλάδας, που συνδέει την Αθήνα με τους Ευζώνους
    ※  Σύμφωνα με την Τροχαία, δεν επιτρέπεται σήμερα, από τις 15:00 έως τις 21:00, για το ρεύμα εισόδου, η κυκλοφορία φορτηγών ωφελίμου φορτίου άνω του 1,5 τόνου, στα εξής σημεία: [...] Στον Αυτοκινητόδρομο Α1 (Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Εύζωνοι), στο ρεύμα προς Αθήνα, από τον κόμβο Λεπτοκαρυάς (Χ.Θ. 410+359) μέχρι τη Λάρισα (Χ.Θ. 367+319), από τον κόμβο Ραχών Φθιώτιδας (Χ.Θ. 242+479) μέχρι κόμβο τον κόμβο Ροδίτσας (Λαμία) (Χ.Θ. 212+625), και από τη διασταύρωση του Μπράλου (Χ.Θ. 203+065) μέχρι τον κόμβο Αγ. Στεφάνου (Κρυονέρι) (Χ.Θ. 27+960). (Στα ίδια επίπεδα με πέρσι η έξοδος των εκδρομέων από τις εθνικές οδούς, Η Καθημερινή, 26 Δεκεμβρίου 2018)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Α1 < Α (άλφα, στη σημασία: πρώτος) 1

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α1 θηλυκό αρκτικόλεξο

  Μεταφράσεις επεξεργασία