Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ατατούρκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική Atatürk < ata (πατέρας) + Türk (Τούρκος). Κυριολεκτικά «πατέρας των Τούρκων»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.taˈtuɾk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐τα‐τούρκ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ατατούρκ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία