Ακοπίδου
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ακοπίδου < ρωσική Акопян (Akopján, Ακοπιάν) [ή Акопова (Akópova, Ακόποβα)] ή αρμενική Հակոբյան (Hakobyan, Χακομπιάν, Ακοπιάν) (πατρωνυμικό). Ελληνοποιημένη μορφή επωνύμου κατά το Πετροσίδης, με αντικατάσταση της αρχικής πατρωνυμικής κατάληξης με την αντίστοιχη ελληνική (ποντιακή) -ίδης. Μορφολογικά αναλύεται σε Α(γ)κόπ + -ίδου. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκοπίδου θηλυκό, άκλιτο