Ααρών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ααρών < ελληνιστική κοινή Ἀαρών < αρχαία εβραϊκή אַהֲרֹן (Aharon)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.aˈɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐α‐ρών
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ααρών αρσενικό άκλιτο
- ανδρικό όνομα
- (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός) αδελφός και εκπρόσωπος του Μωυσή, πρώτος αρχιερέας του Ισραήλ
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Ααρών στη Βικιπαίδεια