Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΥΔΜ < Αξιωματικός Υπηρεσίας Διανυκτέρευσης Μονάδας

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Υ.Δ.Μ. ακρωνύμιο, άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία