ΒΑΥΔΜ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΒΑΥΔΜ < Βοηθός Αξιωματικού Υπηρεσίας Διανυκτέρευσης Μονάδας
Συντομομορφή
επεξεργασίαΒ.Α.Υ.Δ.Μ. ακρωνύμιο, άκλιτο
- (στρατιωτικός όρος) ο βοηθός του ΑΥΔΜ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ΒΑΥΔΜ
|
Β.Α.Υ.Δ.Μ. ακρωνύμιο, άκλιτο
|