șahist
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
șahist (ro) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
κλίση του șahist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un șahist | șahistul | nişte șahiști | șahiștii |
γενική | a unui șahist | șahistului | a unor șahiști | șahiștilor |
δοτική | a unui șahist | șahistului | a unor șahiști | șahiștilor |
αιτιατική | un șahist | șahistul | nişte șahiști | șahiștii |
κλητική | — | - | — | - |