ŝtatestro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtatestro | ŝtatestroj |
αιτιατική | ŝtatestron | ŝtatestrojn |
ŝtatestro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtatestro | ŝtatestroj |
αιτιατική | ŝtatestron | ŝtatestrojn |
ŝtatestro (eo)