ŝoseo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝoseo | ŝoseoj |
αιτιατική | ŝoseon | ŝoseojn |
ŝoseo (eo)
- ο δρόμος αυτοκινήτων
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝoseo | ŝoseoj |
αιτιατική | ŝoseon | ŝoseojn |
ŝoseo (eo)