ŝia
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝia | ŝiaj |
αιτιατική | ŝian | ŝiajn |
ŝia (eo) κτητικό επίθετο
- της, που ανήκει σ' αυτήν
- ŝia libro ege plaĉas al mi - το βιβλίο της μου αρέσει πάρα πολύ