ŝanĝiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ŝanĝiĝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝanĝiĝo | ŝanĝiĝoj |
αιτιατική | ŝanĝiĝon | ŝanĝiĝojn |
ŝanĝiĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝanĝiĝo | ŝanĝiĝoj |
αιτιατική | ŝanĝiĝon | ŝanĝiĝojn |
ŝanĝiĝo (eo)