ŝakto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝakto | ŝaktoj |
αιτιατική | ŝakton | ŝaktojn |
ŝakto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝakto | ŝaktoj |
αιτιατική | ŝakton | ŝaktojn |
ŝakto (eo)