ŝafino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafino | ŝafinoj |
αιτιατική | ŝafinon | ŝafinojn |
ŝafino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafino | ŝafinoj |
αιτιατική | ŝafinon | ŝafinojn |
ŝafino (eo)