ŝafo
(Ανακατεύθυνση από sxafo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafo | ŝafoj |
αιτιατική | ŝafon | ŝafojn |
ŝafo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το πρόβατο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafo | ŝafoj |
αιτιατική | ŝafon | ŝafojn |
ŝafo (eo)