ĝenro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝenro | ĝenroj |
αιτιατική | ĝenron | ĝenrojn |
ĝenro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝenro | ĝenroj |
αιτιατική | ĝenron | ĝenrojn |
ĝenro (eo)