ĉasta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉasta | ĉastaj |
αιτιατική | ĉastan | ĉastajn |
ĉasta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉasta | ĉastaj |
αιτιατική | ĉastan | ĉastajn |
ĉasta (eo)