ĉagreno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉagreno | ĉagrenoj |
αιτιατική | ĉagrenon | ĉagrenojn |
ĉagreno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉagreno | ĉagrenoj |
αιτιατική | ĉagrenon | ĉagrenojn |
ĉagreno (eo)