Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

öpüşmek < öpmek < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɶpyʃˈmec/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ö‐püş‐mek

  Ρήμα επεξεργασία

öpüşmek (tr)

  • (μέσης διάθεσης) φιλώ, φιλιέμαι (λιγότερο δόκιμο, φιλιούμαι): φιλάω κάποιον και το ανταποδίδει, ανταλλάσσω φιλί με κάποιον ή (πιο παλιά) και παθητικό, δηλαδή
    Niko'yla öpüştük. - Φιληθήκαμε με τον Νίκο.
    Bak, herkesin önünde öpüşüyorlar. - Κοίτα, αυτοί φιλιούνται μπροστά στον κόσμο.

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία