étiquette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- étiquette < (κληρονομημένο) μέση γαλλική estiquette < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική estiquette, < φραγκική *stikkan < πρωτογερμανική *stikaną / *stikōną}} *staikijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stig- / *steyg-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
étiquette | étiquettes |
étiquette (fr) θηλυκό
- η ετικέτα
- το σύνολο κανόνων καλής συμπεριφοράς, πρωτόκολλο συμπεριφοράς, η εθιμοτυπία
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- étiquette - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé