Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. épinette < épine
  2. épinette < pin
  3. épinette < (άμεσο δάνειο) ιταλική spinetta < spina (αγκάθι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épinette épinettes

épinette (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épinette épinettes

épinette (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
épinette épinettes

épinette (fr) θηλυκό