zorgado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zorgado | zorgadoj |
αιτιατική | zorgadon | zorgadojn |
zorgado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zorgado | zorgadoj |
αιτιατική | zorgadon | zorgadojn |
zorgado (eo)