zipo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zipo | zipoj |
αιτιατική | zipon | zipojn |
zipo (eo)
- το φερμουάρ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zipo | zipoj |
αιτιατική | zipon | zipojn |
zipo (eo)