zimbabvano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zimbabvano | zimbabvanoj |
αιτιατική | zimbabvanon | zimbabvanojn |
zimbabvano (eo)
- ο κάτοικος της Ζιμπάμπουε
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zimbabvano | zimbabvanoj |
αιτιατική | zimbabvanon | zimbabvanojn |
zimbabvano (eo)