zibelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zibelo | zibeloj |
αιτιατική | zibelon | zibelojn |
zibelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zibelo | zibeloj |
αιτιατική | zibelon | zibelojn |
zibelo (eo)