zenito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- zenito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zenito | zenitoj |
αιτιατική | zeniton | zenitojn |
zenito (eo)
- (αστρονομία) το ζενίθ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zenito | zenitoj |
αιτιατική | zeniton | zenitojn |
zenito (eo)