whoever
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαwhoever (en) (ως αντικείμενο: whomever, κτητική αντωνυμία: whosever)
- όποιος, οποιοσδήποτε άτομο που
- ⮡ Whoever says that is a liar.
- Όποιος το λέει αυτό είναι ψεύτης.
- ⮡ Whoever knows it, raise your hand.
- Όποιος το ξέρει, ας σηκώσει το χέρι του.
- ⮡ Whoever wants to should come.
- Όποιος θέλει ας έρθει.
- ⮡ Whoever’s name starts with delta should come here. (προφορικό)
- Οποιανών τα ονόματα αρχίζουν από δέλτα να έρθουν εδώ.
- ⮡ Whoever says that is a liar.
- όποιος (και) να (εί)ναι, όποιος και/κι αν είναι, χρησιμοποιείται να λέω ότι δεν έχει σημασία ποιος, αφού το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο
- ⮡ Let someone come, whoever (it is); it doesn’t matter.
- Ας έρθει κάποιος, όποιος να ΄ναι· δεν έχει σημασία.
- ⮡ I am not going to be partial to him, whoever he is.
- Δεν πρόκειται να του χαριστώ, όποιος κι αν είναι.
- ⮡ He won’t accept anyone, whoever they are.
- Δε θα δεχτεί κανέναν όποιος κι αν είναι.
- ⮡ The guilty will be punished, whoever they are.
- Θα τιμωρηθούν οι ένοχοι, όποιοι κι αν είναι.
- ≈ συνώνυμα: no matter who
- ⮡ Let someone come, whoever (it is); it doesn’t matter.