whomever
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαwhomever (en)
- (ερωτηματική αντωνυμία, επίσημο) όποιον
- ⮡ I speak with whomever I see on the street.
- Μιλάω με όποιον δω στον δρόμο.
- ⮡ Volunteer work is done only by whomever wants to and (by whomever) can.
- Η προαιρετική εργασία γίνεται μόνο από όποιον θέλει και (από όποιον) μπορεί.
- ⮡ I speak with whomever I see on the street.
Σημειώσεις
επεξεργασία- whoever χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο
- ⮡ I speak with whoever I see on the street.
- Μιλάω με όποιον δω στον δρόμο.
- ⮡ I speak with whoever I see on the street.