whisk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | whisk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whisks |
αόριστος | whisked |
παθητική μετοχή | whisked |
ενεργητική μετοχή | whisking |
Ρήμα
επεξεργασίαwhisk (en)
- χτυπάω αυγά, κρέμα, κτλ. για να κάνει αφρό
- (+ επίρρημα/πρόθεση) διώχνω, μετακινώ κάτι ή κάποιον μακριά πολύ γρήγορα
- ⮡ The cow was whisking away the flies with its tail.
- Η αγελάδα έδιωχνε τις μύγες με την ουρά της.
- ⮡ The cow was whisking away the flies with its tail.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244. ISBN 9780194325684., λήμμα: διώχνω