ενεστώτας whisk
γ΄ ενικό ενεστώτα whisks
αόριστος whisked
παθητική μετοχή whisked
ενεργητική μετοχή whisking

whisk (en)

  1. χτυπάω αυγά, κρέμα, κτλ. για να κάνει αφρό
     συνώνυμα: beat
  2. (+ επίρρημα/πρόθεση) διώχνω, μετακινώ κάτι ή κάποιον μακριά πολύ γρήγορα
    ⮡  The cow was whisking away the flies with its tail.
    Η αγελάδα έδιωχνε τις μύγες με την ουρά της.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διώχνω