wherever
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαwherever (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ερωτηματικά κι εμφατικά) πού
- (ανεπίσημο) οπουδήποτε
Σύνδεσμος
επεξεργασίαwherever (en)
- όπου, οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος
- παντού, όπου, σε κάθε μέρος
- ⮡ He was pressed for money wherever he went.
- Πιεζόταν για χρήματα από παντού.
- ⮡ There is no literature wherever there is no language.
- Δεν υπάρχει λογοτεχνία όπου δεν υπάρχει γλώσσα.
- ≈ συνώνυμα: where, everywhere
- ⮡ He was pressed for money wherever he went.
- όπου/οπουδήποτε κι αν/και να, σε κάθε περίπτωση
- ⮡ Wherever you hide, I will find you.
- Οπουδήποτε κι αν κρυφτείς, θα σε βρω.
- ⮡ Wherever you go, they will find you.
- Όπου και να πας, θα σε βρουν.
- ≈ συνώνυμα: no matter where, regardless of where
- ⮡ Wherever you hide, I will find you.
Πηγές
επεξεργασία- wherever (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- wherever (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 628. ISBN 9780194325684., λήμμα: όπου, οπουδήποτε