Ετυμολογία

επεξεργασία
wherever < where + ever

  Επίρρημα

επεξεργασία

wherever (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (ερωτηματικά κι εμφατικά) πού
    ⮡  Wherever did you go?
    Πού πήγες;
     συνώνυμα: where
  2. (ανεπίσημο) οπουδήποτε
    ⮡  Leave the box wherever.
    Άσ' το κουτί κάτω οπουδήποτε.
     συνώνυμα: anywhere

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

wherever (en)

  1. όπου, οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος
    ⮡  We will go wherever else you want except the cinema.
    Πάμε όπου αλλού θέλεις εκτός από σινεμά.
    ⮡  Sit wherever you want
    Κάθισε οπουδήποτε θέλεις.
     συνώνυμα: where, anywhere
  2. παντού, όπου, σε κάθε μέρος
    ⮡  He was pressed for money wherever he went.
    Πιεζόταν για χρήματα από παντού.
    ⮡  There is no literature wherever there is no language.
    Δεν υπάρχει λογοτεχνία όπου δεν υπάρχει γλώσσα.
     συνώνυμα: where, everywhere
  3. όπου/οπουδήποτε κι αν/και να, σε κάθε περίπτωση
    ⮡  Wherever you hide, I will find you.
    Οπουδήποτε κι αν κρυφτείς, θα σε βρω.
    ⮡  Wherever you go, they will find you.
    Όπου και να πας, θα σε βρουν.
     συνώνυμα: no matter where, regardless of where