Επίρρημα

επεξεργασία

everywhere (en) (χωρίς παραθετικά)

  • παντού
    ⮡  He searched everywhere.
    Έψαξε παντού.
    ⮡  I ache everywhere.
    Πονάω παντού.
    ⮡  The news spread everywhere.
    Τα νέα απλώθηκαν παντού.
    ⮡  The ran from everywhere to help.
    Έτρεξαν από παντού να βοηθήσουν.
    ⮡  from everywhere and in all directions - από παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις