warmly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | warmly |
συγκριτικός | more warmly |
υπερθετικός | most warmly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
warmly (en)
- ζεστά
- ↪ Dress warmly so you don’t catch a cold!
- Ντύσου ζεστά για να μην κρυώσεις!
- ↪ Dress warmly so you don’t catch a cold!