Δείτε επίσης: Walkie Talkie
 
Ένα walkie-talkie

  Ετυμολογία

επεξεργασία
walkie talkie < walk (περπατώ) και talk (μιλώ)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

walkie talkie (en) (πληθυντικός walkie talkies)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «χειροπομποδέκτης» από αναζήτηση «walkie talkie» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. από αναζήτηση «γουόκι-τόκι» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.