Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ζεύγος φορητών ασυρμάτων (walkie talkies)

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορητός ασύρματος, → δείτε τις λέξεις φορητός και ασύρματος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.ɾiˈtos aˈsiɾ.ma.tos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

φορητός ασύρματος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «χειροπομποδέκτης» από αναζήτηση «walkie talkie» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.