vortblindeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vortblindeco | vortblindecoj |
αιτιατική | vortblindecon | vortblindecojn |
vortblindeco (eo)
- η δυσλεξία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vortblindeco | vortblindecoj |
αιτιατική | vortblindecon | vortblindecojn |
vortblindeco (eo)