voluptuaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
voluptuaire | voluptuaires |
Επίθετο
επεξεργασίαvoluptuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) που γίνεται μόνο για την ευχαρίστηση
- (νομικός όρος) που αφορά δαπάνες για πολυτελή ή φανταιζί κτίσματα