ενικός         πληθυντικός  
voltigeur voltigeurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

voltigeur (fr) αρσενικό

  1. ο ακροβάτης
  2. (παρωχημένο) στρατιώτης
  3. τύπος γαλλικού πούρου