vojplano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojplano | vojplanoj |
αιτιατική | vojplanon | vojplanojn |
vojplano (eo)
- το δρομολόγιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vojplano | vojplanoj |
αιτιατική | vojplanon | vojplanojn |
vojplano (eo)