voĉdono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voĉdono | voĉdonoj |
αιτιατική | voĉdonon | voĉdonojn |
voĉdono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | voĉdono | voĉdonoj |
αιτιατική | voĉdonon | voĉdonojn |
voĉdono (eo)